- τρινιτρικός
- -ή, -ό, Νχημ. αυτός που παράγεται από τρία μόρια νιτρικού οξέος («τρινιτρικός εστέρας τής γλυκερίνης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… … Dictionary of Greek